κρεμαστός

κρεμαστός
κρεμ-αστός, ή, όν,
A hung, suspended,

γυνή S.OT1263

; κ. αὐχένος hung by the neck, Id.Ant.1221: c. gen., hung from or on a thing,

παραστάδος κρεμαστὰ τεύχη E.Andr.1122

; κ. ἀρτάνη, i.e. a halter, S.OT1266;

βρόχοι κ. E.Hipp.779

; σκεύη κ. the rigging of ships, opp. ξύλινα σκ., X.Oec.8.12;

τὰκ. ἱστία Hermipp.63.12

; κλινίδιον κ. hammock, Plu.Per.27;

κ. ποτιστρέα PTeb.527

(ii A. D.); κ. σταφυλή, i. e. dried grapes, Alex.Trall.8.1; οἱ κ. κῆποι hanging gardens, Plu.2.342b;

κ. παράδεισος Beros.

ap. J.AJ10.11.1; κρεμαστά, τά, fortresses, LXX Jd.6.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρεμαστός — hung masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 165 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, 82 χλμ. Α της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κονιστρών του νομού Ευβοίας. * * * ή, ό (AM κρεμαστός, ή, όν) [κρεμάννυμι] 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κρεμαστός — ή, ό αυτός που κρέμεται από κάπου, κρεμασμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεμαστά — κρεμαστός hung neut nom/voc/acc pl κρεμαστά̱ , κρεμαστός hung fem nom/voc/acc dual κρεμαστά̱ , κρεμαστός hung fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστῶν — κρεμαστός hung fem gen pl κρεμαστός hung masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστόν — κρεμαστός hung masc acc sg κρεμαστός hung neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμασταῖς — κρεμαστός hung fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμασταί — κρεμαστός hung fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστοῖς — κρεμαστός hung masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστοί — κρεμαστός hung masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαστοῦ — κρεμαστός hung masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”